Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αηδής, επίθ.
-
- Kοπιώδης, επίμοχθος:
- (Iερακοσ. 3435).
[αρχ. επίθ. αηδής. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Kοπιώδης, επίμοχθος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αηδής -ής -ές [aiδís] Ε10 : (λόγ.) που προκαλεί αηδία· αηδιαστικός: ~ γεύση. Tο αίσθημα του αηδούς, αηδία. ~ συμπεριφορά / πράξη.
[λόγ. < αρχ. ἀηδής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αηδής, -ής, -ές [ai∂ís] (L)
- ① tasteless, insipid, disgusting (syn άνοστος, ανούσιος, αηδιαστικός 1):
- ~ γεύση unsavory taste |
- αηδές φαγητό tasteless food
- ② fig causing disgust, disgusting, sickening, contemptible (syn αηδιαστικός 2, δυσάρεστος, σιχαμερός, αποκρουστικός):
- αηδές άτομο a disgusting fellow |
- προβάλλει αηδείς δικαιολογίες he makes contemptible excuses |
- ~ υπόθεση disgusting affair, αηδές θέμα |
- υφίσταται τις ενοχλήσεις μιας επώδυνης και αηδέστατης πράξης (Katsigra) |
- πήραν από ανάγκη τόσα πολλά ζωντανά στοιχεία στο γραπτό τους λόγο κι αυτά επιδράσανε έτσι στην καθαρεύουσα ..., ώστε έφτασαν στο τέλος σε μια αηδέστατη γλωσσική σαλάτα (Delmouzos) |
- (χωρίς τον απατηλό σκοπό της φαντασίας) μένει σε πολλούς ... τελείως άδεια η ζωή και αστόλιστη και απελπιστικά ~ (Papatsonis)
[fr MG ← AG ἀηδής]
- ① tasteless, insipid, disgusting (syn άνοστος, ανούσιος, αηδιαστικός 1):