Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αζούρ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αζούρ το [azúr] Ο (άκλ.) : είδος διακοσμητικής βελονιάς.

[λόγ. < γαλλ. à jours, ajour]

[Λεξικό Γεωργακά]
αζούρ [azúr] το, embroidery
  • openwork, faggot-stitching, faggoting:
    • κάλτσες (με) ~ openwork stockings |
    • σειρά ~ row of openwork |
    • μαντήλια με ~

[fr Fr à jour]

[Λεξικό Γεωργακά]
αζούρι s. λαζούρι.
[Λεξικό Γεωργακά]
αζουρίτης [azurítis] ο, geol & min
  • azurite.
[Λεξικό Κριαρά]
αζουρούτιν το· αζουρούδιν.
  • Tο κόμμι του φυτού αστράγαλος ο στενόφυλλος, χρήσιμο στη φαρμακευτική και τη χρωματουργία, αλλιώς σαρκοκόλλα:
    • Tο δικαίωμαν του αζουρουτίου (Aσσίζ. 4906).

[<ουσ. αζαρούτι (Du Cange, στη λ.) <ανζαρούτ (Du Cange, στη λ.) με αραβ. προέλ.· πβ. μεσν. λατ. anzerutum και anzarut (Du Cange, λ. ανζαρούτ), καθώς και παλαιότ. γαλλ. anzeruth (Assises 586) και anserout (Godefroy). H λ. στο Du Cange (ιον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες