Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αζιμούθιο το [azimúθio] Ο42 : (αστρον.) η γωνία που σχηματίζεται από το μεσημβρινό του τόπου στον οποίο βρίσκεται ο παρατηρητής, και από το κατακόρυφο επίπεδο που διέρχεται από το σημείο το οποίο παρατηρούμε.
[λόγ. < αγγλ. azimuth -ιον < αραβ. as-sumūt]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αζιμούθιο [azimúθio] το, (& αζιμούθ) astron & naut
- true bearing, azimuth:
- ~ βολής firing azimuth |
- ~ πυξίδος compass azimuth |
- μαγνητικό ~ magnetic azimuth |
- ~ τετραγωνισμού grid azimuth
[fr Eng azimuth ← ME, MF azimut ← Arab as sumut 'the directions']
- true bearing, azimuth:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αζιμούθιος κύκλος [azimúθios cíklos] ο, astron
- azimuth circle (syn in αζιμουθιακός)
[der of αζιμούθ]