Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αζημίωτος -η -ο [azimíotos] Ε5 : που δε ζημιώθηκε. ANT ζημιωμένος: Δε βγήκε κι ~· κάτι έχασε κι αυτός. ΕΠIΡΡ ΦΡ με το αζημίωτο, χωρίς ζημιά, με κέρδος, με πληρωμή: Tου ζήτησα να με βοηθήσει, και μάλιστα με το αζημίωτο, αλλά αρνήθηκε.
[λόγ. < ελνστ. ἀζημίωτος `που δεν υπόκειται σε φόρο΄ κατά τη σημ. της λ. ζημιώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αζημίωτος, -η, -ο [azimíotos] (& αζήμιωτος)
- undamaged, having sustained no loss:
- βγήκε ~ απ' αυτήν την υπόθεση or επιχείρηση |
- αζήμιωτο χτήμα
[fr K ἀζημίωτος 'immune from penalties']
- undamaged, having sustained no loss: