Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αζευγάρωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αζευγάρωτος -η -ο [azevγárotos] Ε5 : 1.(προφ., για άνθρ. και ζώα) που δεν έχει βρει το ταίρι του. ANT ζευγαρωμένος. 2. (για πράγματα) που δεν μπορούν να αποτελέσουν ζευγάρι· παράταιρος, αταίριαστος: Aζευγάρωτα γάντια / παπούτσια.

[α- 1 ζευγαρώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αζευγάρωτος, -η, -ο [azevγárotos]
  • ① not coupled, unpaired, single, alone (syn άγαμος, άζευχτος 3):
    • ένας γιος έμεινε ~ |
    • αζευγάρωτα καναρίνια |
    • (το τραγούδι) είχε γίνει ουρλιαχτό αζευγάρωτου θεριού που το 'χαν παρατήσει ολομόναχο (Kazantz) |
    • έμεινε τραγουδιστής ανεξάρτητος κι ~ | με μοναδική του αγαπημένη και γυναίκα τη Mούσα (ChChairop) |
    • poem από καιρό μι' αράχνη τα στεφάνωσε | και τα 'χει ζευγαρώσει τ' αζευγάρωτα (Palam) |
    • ... πλάνο | απόμεινε αζευγάρωτο στην ερημιά τρυγόνι (Malakasis) |
    • μονάχο κι αζευγάρωτο | λαμποκοπάς, κρινάκι (id.)
  • ② dissimilar, unmatchable, unpaired, odd, of members of pairs (syn ανόμοιος, παράταιρος):
    • αζευγάρωτα γάντια, παπούτσια odd gloves, shoes

[cpd w. ζευγαρω-μένος: ζευγαρώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες