Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αζαλέα η [azaléa] Ο25 : καλλωπιστικό φυτό με πολύχρωμα άνθη.
[λόγ. < νλατ. azalea < αρχ. θηλ. του επιθ. ἀζαλέος `ξερός, στεγνός΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αζαλέα [azaléa] η, (& αζαλιά) bot
- azalea:
- οι αζαλέες θυμίζουν τη μυριόμορφη κοιλάδα του Σαιν-Λώρενς με τους χρωματιστούς θησαυρούς των (Melas) |
- οι ντόπιες άγριες αζαλέες (id.) |
- poem κ' η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά | στην αζαλιά κλ (Elytis)
[fr NLat azalea ← AG ἀζαλέα, f of ἀζαλέος 'dry']
- azalea: