Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αζήτητα1 [azítita] adv
- without seeking or asking:
- ~ τους χάρισε την περιουσία του
[der of αζήτητος]
- without seeking or asking:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αζήτητα2 [azítita] τα,
- unclaimed goods (at customs or freight office)
[fr K, AG ἀζήτητος]