Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αζήλευτος, -η, -ο [azíleftos]
- ① unenvied or unenviable (syn L ανεπίφθονος):
- πλούτη αζήλευτα |
- (ο Πέτρος) ξυπόλυτος όπως ήτο και απεριποίητος, ~, δυσκόλως θα ετόλμα κλ (Papadiam)| poem αζήλευτο ό,τι ταπεινό, χαμοσυρτό | μικρόχαρο και κοντανέπνοο πεταρούδι (Gryparis)
- ② not envying (syn που δε ζηλεύει, δε φθονεί) .
- ① unenvied or unenviable (syn L ανεπίφθονος):