Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αετός
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αετός ο· αϊτός· ατός.
  • 1) Aετός:
    • ατός ουρανοδρόμος (Βέλθ. 771
    • Έξι αδερφούς ωσάν αϊτούς έχω τριγύρου γύρου (Πανώρ. B´ 115).
  • 2) (Συνεκδ.) ένδυμα με παράσταση αετού:
    • Πρασινορόδινος αετός στην σέλαν εξοπίσω κι ησκιάζει τας κουτάλας του (ενν. του φαρίου) (Διγ. Esc. 15).

[αρχ. ουσ. αετός. H λ. και ο τ. αϊτός και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αετός [aetós] ο, (& αϊτός)
  • ① orn eagle, any of several of the genera Aquila and Haliaetus, esp Aquila chrysaetus, Aquila fulva and Aquila imperialis:
    • κατεβήκαν οι αετοί στο ψοφίμι |
    • έχει μάτι αϊτού he has keen vision (syn phr είναι οξυδερκής) |
    • αϊτός το μάτι σου! (Vlachogiannis) |
    • fig οι αετοί της ελληνικής λευτεριάς the uncatchable heroic fighters for Greek freedom |
    • ήταν αϊτοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά (Makryg) |
    • ήρθε σαν τον αετό (KRados) |
    • folks. στη μεγαλύτερη κορφή ένας αϊτός καθόταν (Pylia) |
    • poem να τος! αϊτός κυνηγητής, αϊτός καμαρομύτης (Palam) |
    • στο στίχο σου τον αετό τους πολεμάρχους πήρες της λευτεριάς μας (Skipis) |
    • κ' η ματιά του, αετού μοιάζει ματιά μελλοθανάτου (id.) |
    • πως αϊτός μες στα σύννεφα θα γίνω (Stavrou Ar)
  • ⓐ άσπρος ~ the hawk Circaetus gallicus:
    • σαν άσπρος αϊτός κατέβαινε κι ο αγέρας γιόμιζε απ' το σαλαγητό του (Myriv)
  • ⓑ ~ ο βουτηχτής osprey
  • ② representation of the eagle used as emblem or decoration:
    • δικέφαλος ~ Byz hist two-headed eagle
  • ③ ichth usu αϊτός
  • ⓒ the eagle rays Myliobatis aquila (syn βατί) and Myliobatis. bovina (= Pteromylaeus bovina, Leiobatus bovina) (syn σαλάχι)
  • ⓓ the skates Raja macrorhynchus (syn βατί, βάτος) and R. oxyrhynchus (syn βατί, σαλάχι)
  • ⓔ the stingray Gymnura altavela (= Pteroplatea altavela)
  • ④ kite (syn χαρταετός):
    • πετώ αετό fly a kite |
    • (στην ταράτσα) ανέβαινε για ν' απλώση τους αετούς (Karyotakis)
  • ⑤ ο αϊτός και τα πουλιά children's game like catch-the-caboose (TSakellariou, Aθλητισμός 31 f.)
  • ⑥ astron Aετός the constellation Aquila
  • ⑦ her eagle
  • ⑧ archit gable, pediment (syn αέτωμα)

[fr MG αετός, αϊτός ← AG ἀετός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αετός 1 ο [aetós] Ο17 θηλ. αετίνα* : 1.αρπακτικό πτηνό με εύρωστο και βαρύ σώμα, με δυνατό και κυρτό ράμφος και με δυνατά και γαμψά νύχια: Στην Ελλάδα ζουν διάφορα είδη αετών. Ορισμένα είδη αετών απειλούνται με εξαφάνιση. Περήφανος ~. || (ως σύμβολο θεϊκής, βασιλικής, κρατικής δύναμης, σε παραστάσεις): Ο ~ του Δία. Ρωμαϊκός ~. Ο δικέφαλος βυζαντινός ~. Στη λαϊκή ποίηση, ο ~ αναφέρεται ως σύμβολο της ανδρείας και της παλικαριάς, της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας. 2. κατασκευή από επίπεδη επιφάνεια (χάρτινη ή υφασμάτινη) στερεομένη πάνω σε ελαφρό σκελετό, που ανυψώνεται και μετεωρίζεται με την κίνηση του αέρα· χρησιμοποιείται συνήθως για παιχνίδι: Xάρτινος ~, χαρταετός. Πετώ / σηκώνω αετό. 3. (μτφ.) για άνθρωπο πολύ έξυπνο: Είναι ~.

[1: αρχ. ἀετός· 2: σημδ. ιταλ. aquilone· 3: μτφ. σημ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αετός 2 ο : μεγάλο ψάρι με δύο πλατιά, τριγωνικά πτερύγια, που του δίνουν την όψη αρπακτικού πουλιού με ανοιγμένα φτερά, και με μακριά, σαν μαστίγιο, ουρά.

[< αετός 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες