Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αετόπουλο το [aetópulo] & αϊτόπουλο το [(ai)tópulo] Ο41 : 1.ο νεοσσός, το μικρό του αετού. 2. είδος ψαριού. 3. πρόσκοπος μικρής ηλικίας.
[1, 2: αετ(ός), αϊτ(ός) -όπουλο· 3: λόγ. κατά το λυκόπουλο]
[Λεξικό Κριαρά]
- αετόπουλον το.
-
- Nεοσσός του αετού:
- η κεφαλαρέα … με τα χρουσά αετόπουλα (Aχιλλ. L 826).
[<ουσ. αετός + κατάλ. ‑πουλον. H λ. στο Du Cange και σήμ. (‑ο)]
- Nεοσσός του αετού: