Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αετονύχης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αετονύχης ο [aetoníxis] & αϊτονύχης ο [(ai)toníxis] Ο11 θηλ. αετονύχισσα [aetoníxisa] & αϊτονύχισσα [(ai)toníxisa] Ο27α : για άνθρωπο εξαιρετικά επιτήδειο στην εξαπάτηση άλλων και στην απόσπαση ιδίου οφέλους, συνήθ. χρηματικού: Aδίσταχτοι αετονύχηδες που εξανεμίζουν το δημόσιο χρήμα. || (ως επίθ.): Kάποιος ~ πορτοφολάς τού έκλεψε το πορτοφόλι.

[αετονύχ(ι)1, αϊτονύχ(ι)1 -ης· αετονύχ(ης), αϊτονύχ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες