Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αερόφρενο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αερόφρενο [aerófreno] το, car
  • airbrake, pneumatic brake:
    • τ' αερόφρενα λειτουργούν με πεπιεσμένον αέρα
  • ⓐ aviat flap:
    • αερόφρενα dive brakes

[cpd w. φρένο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες