Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αερόφρενο [aerófreno] το, car
- airbrake, pneumatic brake:
- τ' αερόφρενα λειτουργούν με πεπιεσμένον αέρα
- ⓐ aviat flap:
- αερόφρενα dive brakes
[cpd w. φρένο]
- airbrake, pneumatic brake: