Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αερόστατο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αερόστατο το [aeróstato] Ο42 : κατασκευή που αποτελείται από μεγάλο αεροστεγή σάκο (από ύφασμα ή άλλο υλικό) που γεμίζει με αέριο ελαφρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, ήλιο κτλ.) και ανυψώνεται στην ατμόσφαιρα: H εφεύρεση του αεροστάτου από τους αδελφούς Mογκολφιέρους υπήρξε το πρώτο βήμα για την κατάκτηση του αέρα. Σήμερα τα αερόστατα χρησιμοποιούνται για μετεωρολογικές παρατηρήσεις.

[λόγ. < γαλλ. aérostat < aéro- = αερο- + αρχ. στατ(ός) `που στέκεται΄ -ον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αερόστατο [aeróstato] το, aviat
  • balloon, dirigible, aerostat (syn μπαλόνι):
    • ~ παρατηρήσεως observation balloon |
    • ~ πειραματισμών trial balloon |
    • milit~ φραγμού barrage balloon |
    • ~ αμύνης nurse balloon |
    • δέσμιο ~ kite balloon (syn αεροσταταετός) |
    • φραγμός αεροστάτων balloon barrage |
    • το διαστημόπλοιο βρίσκεται τώρα εκεί όπου βρισκόταν άλλοτε το ~ (Panagiotop) |
    • Kυβέρνηση ... που στέκεται στον αέρα σαν ~ γεμάτο σαβούρα (Psathas)

[neol fr Fr aérostate ← n of αερό-στατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες