Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αερόπλοιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αερόπλοιο το [aeróplio] Ο41 : ιπτάμενη μηχανή με ατρακτοειδή αεριοθάλαμο (που περιέχει αέριο ελαφρότερο από τον αέρα) και με πηδάλιο και κινητήρες προωθήσεως· πηδαλιουχούμενο (αερόστατο), ζέπελιν.

[λόγ. αερο- + πλοίον μτφρδ. αγγλ. airship ή γερμ. Luftschiff]

[Λεξικό Γεωργακά]
αερόπλοιο [aeróplio] το,
  • ① airship, dirigible (syn πηδαλιουχούμενο αερόστατο, ζέππελιν):
    • είναι τόσο το φορτίο του αεροπλοίου (του κ. αντιπροέδρου), ώστε να μη του χρειάζεται και πλεονάζον βάρος, also fig |
    • poem καινούργιος πάντα ο έρωτας ο φτερωτός, λυμένα | κι απάνω από τα σύννεφα τ' αερόπλοιου τα σκοινιά (Malakasis)
  • ② aircraft, airplane:
    • εξομοιώνουνται με ξενοδοχεία ... τα επιβατικά πλοία ή αερόπλοια για το κατάλυμα, που παρέχουν στους επιβάτες (Christidis AK)

[fr kath αερόπλοιον, cpd w. πλοίον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες