Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αερόλιθος ο [aeróliθos] Ο20 : μετεωρίτης που περιέχει μόνο αμέταλλα στοιχεία: H ιερή πέτρα της Mέκκας, η Kαάμπα, πιθανότατα είναι ~.
[λόγ. < γαλλ. aérolithe < aéro- = αερο- + αρχ. λίθος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αερόλιθος [aeróliθos] ο, meteorol
- aerolite, meteorite, shooting star (syn μετεωρίτης, ουρανόλιθος):
- το άστρο σου της πρωτοτυπίας δεν είναι παρά ένας ~ που πάει, πέρασε (Palam) |
- poem ίσως αυτό το νησί που με πλήττει σαν ~ άλλου κόσμου (Seferis) maybe it's this island that bores me like a meteor from another world
[cpd w. λίθος; cf aerolite]
- aerolite, meteorite, shooting star (syn μετεωρίτης, ουρανόλιθος):