Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αερόθερμο το [aeróθermo] Ο41 : ηλεκτρική συσκευή θέρμανσης, η οποία απορροφά ψυχρό αέρα και τον αποβάλλει θερμό.
[λόγ. < γαλλ. aéro therme < aéro- = αερο- + αρχ. θερμ(ός) -ον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αερόθερμο [aerόθermo] το,
- air heater:
- να βάλουμε στο δωμάτιο το ~, για να το ζεστάνη γρήγορα
[perh short. fr αεροθερμαντήρας]
- air heater:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροθερμόμετρο [aeroθermómetro] το,
- air thermometer
[fr kath -ον, cpd w. θερμόμετρον]