Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροψεκασμός ο [aeropsekazmós] Ο17 : διασπορά χημικών ουσιών από αεροσκάφος σε μια συγκεκριμένη περιοχή: H καταπολέμηση του δάκου γίνεται και με αεροψεκασμό.
[λόγ. αερο- + ψεκασμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροψεκασμός [aeropsekazmós] ο,
- aerial spraying:
- ~ με εντομοκτόνο spraying an insecticide from the air
[cpd w. ψεκασμός]
- aerial spraying: