Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροφωτογραφία η [aerofotoγrafía] Ο25 : φωτογραφία μιας περιοχής της επιφάνειας της γης που έχει ληφθεί από αεροπλάνο, αερόστατο κτλ.
[λόγ. αερο- + φωτογραφία μτφρδ. αγγλ. aerial photograph]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροφωτογραφία [aerofotoγrafía] η,
- ① milit aerial photography (syn αεροφωτογραφική):
- ~ πληροφοριών intelligence aerial photography
- ② aerial photo(graph) (syn L εναέριος φωτογραφία, φωτογραφία από αεροπλάνο):
- αεροφωτογραφίες aerial photography
[cpd w. φωτογραφία]
- ① milit aerial photography (syn αεροφωτογραφική):