Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροφαγία η [aerofajía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάποση αέρα: Σύμπτωμα αεροφαγίας εμφανίζεται κυρίως σε γαστρεντερικές παθήσεις.
[λόγ. < γαλλ. aérophagie < aéro- = αερο- + αρχ. φαγ- (τρώγω) -ie = -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροφαγία [aerofayía] η, med
- aerophagia
[neol, cpd w. -φαγία; cf numerous cpds in -φαγία]