Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροφάρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεροφάρος ο [aerofáros] Ο18 : φάρος για την καθοδήγηση αεροπλάνων κτλ.

[λόγ. αερο- + φάρος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεροφάρος [aerofáros] ο,
  • aerial beacon

[cpd w. φάρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες