Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροσυνοδός η [aerosinoδós] Ο34 αρσ. αεροσυνοδός [aerosinoδós] Ο17 : μέλος του πληρώματος αεροσκάφους που εξυπηρετεί τους ταξιδιώτες· ιπτάμενη συνοδός: H ~ τούς υποδέχτηκε με ένα χαμόγελο. H ~ μάς πρόσφερε καφέ.
[λόγ. αερο- + συνοδός (θηλ.)· λόγ. αρσ. < θηλ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροσυνοδός [aerosino∂ós] ο, η, aviat
- steward, stewardess (syn ιπταμένος, ιπτάμενη συνοδός):
- μας υποδέχεται μ' ένα χαμόγελο η ~.
- steward, stewardess (syn ιπταμένος, ιπτάμενη συνοδός):