Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροσυμπιεστής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεροσυμπιεστής ο [aerosimbiestís] Ο7 : μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη συμπίεση διάφορων αερίων ή για την παροχή πεπιεσμένου αέρα.

[λόγ. αερο- + συμπιεστής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεροσυμπιεστής [aerosimbiestís] ο,
  • ① air compressor, compressor
  • ② pneumatic drill (syn κομπρεσέρ)

[cpd w. συμπιεστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες