Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροστεγώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αεροστεγώς [aerosteyós] adv
  • air tightly:
    • δοχείο που κλείνεται ~.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες