Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροστεγής -ής -ές [aerostejís] Ε10 : (για κλειστό χώρο) ερμητικά κλεισμένος έτσι ώστε να είναι αδύνατη η είσοδος ή η έξοδος αέρα: ~ δεξαμενή. Aεροστεγές δοχείο. ~ συσκευασία.
αεροστεγώς ΕΠIΡΡ έτσι που να είναι αδύνατη η είσοδος ή η έξοδος αέρα: Δοχείο που κλείνει ~. [λόγ. αερο- + αρχ. στέγ(ω) `σκεπάζω ερμητικά΄ -ής, κατά το υδατοστεγής μτφρδ. αγγλ. airtight· λόγ. αεροστεγ(ής) -ώς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροστεγής, -ής, -ές [aerosteyís]
- airtight, airproof (syn στεγανός):
- αεροστεγές σφράγισμα airtight seal |
- ~ δεξαμενή airtight reservoir |
- car η ~ έμφραξη του μείγματος σε ορισμένο χώρο |
- η πλήρωση του καλλιτέχνη δεν πραγματοποιείται παρά μόνο μέσα στην αεροστεγή αυτή απομόνωση (Chatzinis) |
- συγκρίνατέ την ... με τη γλώσσα του Nαπολέοντα Λαπαθιώτη, συνήθως συμπαγή, αεροστεγή (id.)
[cpd w. -στεγής; cf ουρανο-, ξυλο-, λιθο-στεγής: στέγος]
- airtight, airproof (syn στεγανός):