Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροστατική η [aerostatikí] Ο29 : (φυσ.) τμήμα της αερομηχανικής που εξετάζει τις ιδιότητες των αερίων, όταν αυτά βρίσκονται σε ισορροπία καθώς και τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων μέσα σε αυτά.
[λόγ. < γαλλ. aérostatique < aéro- = αερο- + statique = στατική]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροστατική [aerostaticí] η, phys
- aerostatics
[substantiv. f of αεροστατικός]