Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροσκόπιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αεροσκόπιο [aeroskópio] το, phys
  • instrument to examine the content of the atmospheric air for dust, germs, aeroscope

[neol, cpd w. -σκόπιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες