Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροσκάφος το [aeroskáfos] Ο46 : το αεροπλάνο (και σπάνια οποιοδήποτε άλλο εναέριο μεταφορικό μέσο).
[λόγ. αερο- + σκάφος μτφρδ. γαλλ. aéroscaphe < aéro- = αερο- + αρχ. σκάφη στη σημ.: `μικρό καράβι΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροσκάφος [aeroskáfos] το,
- aircraft, airplane:
- ~ μεταφορών transport aircraft |
- ~ αεροπλανοφόρου carrier based aircraft, ship plane |
- αεροσκάφη αναγνωρίσεως reconnaissance aircraft |
- ~ σταθερών (or περιστρεφομένων) πτερύγων fixed-wing (or rotary-wing) aircraft |
- ~ χωρίς ουρά tailless airplane |
- ~ ελαφρού βομβαρδισμού light bomber |
- αεροσκάφη μονάδος unit aircraft |
- ~ υποστηρίξεως supporting aircraft |
- ~ ναυτικής συνεργασίας maritime-patrol aircraft |
- ~ χερσαίων αεροδρομίων land based aircraft, landplane |
- στο ~ on board (or aboard) the aircraft |
- παρακαλούνται οι καθυστερημένοι επιβάτες ... να σπεύσουν στο ~ |
- θορυβώδη αεροσκάφη |
- διασχίζουμε τη μικρή απόσταση που μας χωρίζει από το ασάλευτο ~ (Karantonis)
[cpd w. σκάφος]
- aircraft, airplane: