Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροπορικώς [aeroporikós] adv
- ① by airplane, by flight (syn με αεροπλάνο):
- ταξιδεύω ~ |
- ήρθε ~ he flew here |
- μεταφέρονται στρατεύματα ~ troops are flown in |
- μεταφερόμενος ~ being flown by air (syn αερομεταφερόμενος)
- ② by airmail (syn με το αεροπορικό ταχυδρομείο):
- θα σου γράψω ~ I shall write you an air letter |
- στείλτε αμέσως ~ το νέο αντιβιωτικό dispatch at once by airmail the new antibiotic drug
[der fr αεροπορικός]
- ① by airplane, by flight (syn με αεροπλάνο):