Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροπορικός -ή -ό [aeroporikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην αεροπορία: Aεροπορική συγκοινωνία / υπηρεσία / γραμμή / σύνδεση. Aεροπορικές μεταφορές, αερομεταφορές. Aεροπορικό δέμα / γραμματόσημο / γράμμα. ~ φάκελος. Aεροπορικό ταξίδι / εισιτήριο. ~ σταθμός. Aεροπορική βάση, αεροδρόμιο. ~ χάρτης. Aεροπορική επίθεση / υποστήριξη / επιδρομή. ~ βομβαρδισμός. Aεροπορική αστυνομία, αερονομία.
αεροπορικώς ΕΠIΡΡ με αεροπλάνο: Tαξιδεύω ~. [λόγ. αεροπό ρ(ος) -ικός· λόγ. αεροπορικ(ός) -ώς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροπορικός, -ή, -ό [aeroporikós]
- ① pertaining to aviation, aeronautical, of flight, aerial:
- αεροπορική συγκοινωνία air communication |
- αεροπορική γραμμή airway, airline |
- ~ σταθμός air station |
- αεροπορικό κέντρο flying center; air station |
- αεροπορική βάση air base (or station) |
- αεροπορική οδός air route (syn εναέρια γραμμή) |
- αεροπορική ζώνη flight way |
- ~ διάδρομος aerial corridor |
- αεροπορικά ματογυάλια goggles |
- αεροπορική φωτογραφία aerial photograph (syn αεροφωτογραφία) |
- αεροπορικό ταξίδι flight, air trip |
- αεροπορικό φορτίο air freight |
- αεροπορική μεταφορά airlift |
- αεροπορική άμυνα air defense (syn αεράμυνα) |
- αεροπορική υποστήριξη air support |
- αεροπορική αποστολή air mission |
- αεροπορική ισχύς air power |
- αεροπορική υπεροχή air superiority |
- αεροπορική αναγνώριση air reconnaissance |
- αεροπορική άσκηση air raid drill |
- αεροπορική περιπολία air patrol |
- αεροπορική επίδειξη air show |
- ~ συναγερμός air alarm |
- αεροπορική επιδρομή air raid (syn εναέρια επιδρομή) |
- ~ βομβαρδισμός aerial bombardment |
- αεροπορική σχολή flying school |
- αεροπορική αστυνομία air police (syn αερονομία) |
- αεροπορικό δυστύχημα flight accident |
- αεροπορική ιατρική aeromedicine (syn αεροϊατρική) |
- νεότευκτοι κλάδοι της επιστήμης είναι η αεροπορική βιολογία και η αεροπορική ιατρική |
- αεροπορικό ταχυδρομείο airmail
- ② pertaining to airmail:
- αεροπορικό γραμματόσημο airmail stamp |
- αεροπορικό φάκελο airmail envelope |
- γράμμα αεροπορικό και συστημένο airmail and registered letter
[neol, der of αεροπόρος w. suff -ικός]
- ① pertaining to aviation, aeronautical, of flight, aerial: