Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροπορία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεροπορία η [aeroporía] Ο25 : ό,τι αφορά τη μετακίνηση του ανθρώπου στην ατμόσφαιρα με μηχανές βαρύτερες από τον αέρα (αεροπλάνα κτλ.): Yπηρεσία Πολιτικής Aεροπορίας. Σχολή αεροπορίας. || (ειδικότ.) η πολεμική αεροπορία: Yπηρετεί στην ~. Aξιωματικός αεροπορίας. ΦΡ (ειρ.) υπέρ της αεροπορίας, για χρήματα που δόθηκαν για σκοπό που δεν πραγματοποιήθηκε.

[λόγ. αεροπόρ(ος) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεροπορία [aeroporía] η,
  • ① aviat aviation, flying (syn in αεροναυτική):
    • πολιτική ~ civil aviation |
    • εμπορική ~ commercial aviation |
    • στρατιωτική ~ air force, air corps |
    • ~ μεταφορών transport aviation
  • ② milit air force (syn στρατιωτική ~):
    • ~ ναυτικού naval aviation, ~ στόλου fleet air arm |
    • ~ στρατού army aviation |
    • τακτική ~ tactical (or strategic) air force |
    • ~ αναγνωρίσεως reconnaissance aviation |
    • ~ βομβαρδισμού bombardment aviation |
    • ~ διώξεως pursuit (or fighter) air force |
    • ~ μάχης combat air force

[neol, der of αεροπόρος; cf θαλασσο-, μετεωρο-, ουρανοπορία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες