Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροπλανάκι [aeroplanáci] το,
- ① small or light airplane:
- μέσα σε πενήντα χρόνια φτάσαμε απ' το πρωτόγονο ~ ... στη στροφή μες στο διάστημα (Venezis) |
- το Tρινιδάδ πήγα να προσκυνήσω μ' ένα ~ που άραξε ... σ' ένα ερημωμένο υπαίθριο αχούρι (Papatsonis)
- ② build. sash bolt
[dimin of αεροπλάνο]
- ① small or light airplane: