Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αερόπλανο το [aeróplano] Ο41 : (προφ.) το αεροπλάνο.
[αεροπλάνο με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροπλάνο το [aeropláno] Ο39 : εναέριο μεταφορικό ή συγκοινωνιακό μέσο με φτερά και μηχανή· αεροσκάφος: ~ με έλικες, ελικοφόρο. Aεριωθούμενο / πυραυλοκίνητο / επιβατικό / μεταφορικό / μεταγωγικό / πολεμικό / βομβαρδιστικό / καταδιωκτικό / αναγνωριστικό ~. H προσγείωση και η απογείωση ενός αεροπλάνου.
αεροπλανάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. aéroplane < aéro- = αερο- + plane `επίπεδη μορφή΄ -ον (πρβ. ελνστ. ἀερόπλανος `που περιπλανιέται στον αέρα΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροπλάνο [aeropláno] το, (& αερόπλανο, substandard & region. αρεόπλανο)
- flying machine, aircraft, airplane (Br aeroplane):
- επιβατικό ~ passenger plane |
- ~ μεταφορών troop carrying aircraft |
- ~ ξηράς land plane |
- ~ αναγνωρίσεως reconnaissance airplane, scouting plane |
- ~ βομβαρδισμού bomber |
- ~ μάχης combat aircraft, tactical airplane |
- καταδιωκτικό ~ pursuit airplane, fighter |
- μεταγωγικό ~ transport aircraft |
- ~ επιχειρήσεων operational aircraft |
- αεριοπροωθούμενο ~jet plane |
- poem ανταποκρίνεσαι με κάθε ~, | με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα (Palam) |
- κι απ' τον αγέρα σαν πουλιά | τ' αεροπλάνα τα φονικά (Anninos) |
- εφτάδιπλος απλώνεται ο παλμός του θείου αέρα | του αεροπλάνου (Sikel) |
- τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώση και μας βάλουνε στόχο τ' αερόπλανα (Elytis)
[fr neol, αεροπλάνον ← Fr aéroplane, which is fr αερο- + Fr planer or fr adj *αερόπλανος 'wandering in the air']
- flying machine, aircraft, airplane (Br aeroplane):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροπλανοφόρο το [aeroplanofóro] Ο39 : μεγάλο πολεμικό πλοίο, με κατάστρωμα κατάλληλο για την προσγείωση και την απογείωση αεροπλάνων: Aμερικανικό ~.
[λόγ. αεροπλάν(ον) -ο- + -φόρον, ουδ. του -φόρος μτφρδ. γαλλ. porte-avions ή αγγλ. aircraft carrier]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροπλανοφόρο [aeroplanofóro] το, navy
- aircraft carrier:
- ~ συνοδείας escort aircraft carrier |
- ~ κρούσεως attack aircraft carrier |
- τ' αεροπλανοφόρα δολιχοδρομούνε γύρω στις ακτές
[substantiv. n fr αεροπλανοφόρον σκάφος or πλοίον]
- aircraft carrier: