Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροναυτική η [aeronaftikí] Ο29 : το σύνολο των γνώσεων και των τεχνικών εφαρμογών που επιτρέπουν στον άνθρωπο να κινείται στην ατμόσφαιρα με μηχανές ελαφρότερες ή βαρύτερες από τον αέρα: Οι άνθρωποι της εποχής των Mογκολφιέρων ήταν αδύνατο να φανταστούν την εξέλιξη της αεροναυτικής.
[λόγ. < γαλλ. aéronautique < aéro naut(e) = αεροναύτ(ης) -ique = -ική]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροναυτική [aeronafticí] η, (air)
- navigation, aeronautics, aviation, flying (syn αεροναυτιλία, αεροπλοΐα, αεροπορία 1):
- η ~ με τους δικούς της τεχνικούς τελειοποιούσε τους πυραύλους της (Eleftheria 21.1.62)
[substantiv. f of αεροναυτικός]
- navigation, aeronautics, aviation, flying (syn αεροναυτιλία, αεροπλοΐα, αεροπορία 1):