Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροναυπηγός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεροναυπηγός ο [aeronafpiγós] Ο17 : ο τεχνικός που σχεδιάζει και κατασκευάζει ιπτάμενα μέσα (αεροπλάνα κτλ.): Σχολή αεροναυπηγών και μηχανικών αεροπορίας.

[λόγ. αερο- + ναυπηγός μτφρδ. αγγλ. aircraft-builder]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεροναυπηγός [aeronafpiγós] ο,
  • aircraft designer, aircraft engineer:
    • οι φυσικοί, αστροφυσικοί, αεροναυπηγοί και άλλοι επιστήμονες συνεννοούνται άριστα στην οικουμενική γλώσσα των μαθηματικών

[cpd w. ναυπηγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες