Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αερομοντελισμός ο [aeromodelizmós] Ο17 : η ερασιτεχνική απασχόληση με την κατασκευή και τη χρήση αερομοντέλων: Ο ~ ξεκίνησε ως πειραματική έρευνα των θεωριών της αεροδυναμικής, σήμερα όμως είναι μια ερασιτεχνική απασχόληση διαδεδομένη κυρίως μεταξύ των νέων. Διαγωνισμός αερομοντελισμού.
[λόγ. < γαλλ. aéromodélisme (aéro- = αερο-, -isme = -ισμός)]