Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αερομαχία η [aeromaxía] Ο25 : μάχη αεροπλάνων· αεροπορική μάχη: Iρακινό αεροπλάνο καταρρίφθηκε ύστερα από σύντομη ~ με αμερικανικά.
[λόγ. < ελνστ. ἀερομαχία `μάχη στον αέρα΄ σημδ. αγγλ. air-battle]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αερομαχία [aeroma ía] η,
- air battle, air fight, aerial combat, dog fight (syn αεροναυμαχία, αεροπορική μάχη):
- κάνω (L διεξάγω) ~ (syn αερομαχώ) |
- οι αερομαχίες διατηρούσαν ακόμη κάτι από την ομορφιά την τραγική, τη φρικιαστική των παλιών αγώνων (Panagiotop) |
- μέσα σε μιαν αστραπή της αερομαχίας ο πρωθυπουργός σηκώθηκε ολόρθος ..., άσπρος, εξωτικός σαν φάντασμα (Theotokas)
[fr K ἀερομαχία (Lucian), cpd w. -μαχία; cf θαλασσο-, ναυ- (& ἀεροναυ-), πεζομαχία etc]
- air battle, air fight, aerial combat, dog fight (syn αεροναυμαχία, αεροπορική μάχη):