Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αερολογία
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αερολογία 1 η [aerolojía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : άσκοπα και χωρίς ουσία λόγια· λόγια του αέρα.

[λόγ. αερολόγ(ος < αερο- + -λόγος) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αερολογία 2 η : κλάδος της μετεωρολογίας που μελετά τα φαινόμενα της ατμόσφαιρας.

[λόγ. < γαλλ. aérologie < aéro- = αερο- + -logie = -λογία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αερολογία1 [aeroloyía] η, meteorol
  • aerology

[cpd w. -λογία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αερολογία2 [aeroloyía] η, usu pl αερολογίες οι,
  • senseless talk, windiness, bunkum, fiddle-faddle (syn in αερόλογα):
    • λέει αερολογίες he's a windbag |
    • οι κοινές σ' όλους τους λαούς ... αερολογίες για υψηλή καταγωγή ... καταντούσαν εδώ επικίνδυνες (Theodoridis) |
    • το στάδιο αυτό ήταν αναγκαίο ..., αλλιώς η φιλοσοφία θα 'πεφτε σε αερολογίες και ανεξέλεγκτες υποθέσεις (Lambridi)

[der of αερολόγος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες