Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροθάλαμος ο [aeroθálamos] Ο19 : 1.θάλαμος όπου αποθηκεύεται αέρας: Ο ~ της τορπίλης. Ο ~ ενός τροχού, η σαμπρέλα. 2. ο γεμάτος αέρα χώρος που βρίσκεται σε ένα από τα δύο άκρα του αυγού: Tο μέγεθος του αεροθαλάμου μάς επιτρέπει να διαπιστώσουμε αν ένα αυγό είναι φρέσκο ή όχι.
[λόγ. αερο- + θάλαμος μτφρδ. γαλλ. chambre à air]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροθάλαμος [aeroıálamos] ο,
- ① zoo air chamber; air sac
- ② air vessel (syn ντεπόζιτο αέρος)
- ③ car inner tube (syn σαμπρέλα)
- ④ med air ring
- ⑤ typogr air pillow, doughnut (syn κουλούρα)
[cpd w. θάλαμος]