Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροζόλ το [aerozól] Ο (άκλ.) : 1.αιώρημα από σταγονίδια ή στερεά σωματίδια μέσα σε ένα προωθητικό αέριο. 2α. συσκευή που εκτοξεύει αυτό το αιώρημα με τη βοήθεια του προωθητικού αερίου. β. εντομοκτόνο.
[λόγ. < γαλλ. aérosol (ορθογρ. δαν.) (aéro- = αερο-)]