Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροδικείο το [aeroδikío] Ο39 : το δικαστήριο που δικάζει ποινικά αδικήματα των ανδρών της πολεμικής αεροπορίας.
[λόγ. αερο- + -δικείον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροδικείο [aero∂icío] το,
- air force court:
- ειδικοί νόμοι κανονίζουν τα σχετικά με τα ... αεροδικεία (Christidis EΣ)
[cpd w. -δικείον; cf στρατοδικείο, ναυτοδικείο]
- air force court: