Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροδιαστημικός -ή -ό [aeroδiastimikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην ατμόσφαιρα και στο διάστημα: Aεροδιαστημική τεχνολογία / έρευνα / βιομηχανία. Aεροδιαστημικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η αεροδιαστημική, η επιστήμη και η τεχνολογία της κατασκευής μηχανών που κινούνται στην ατμόσφαιρα και στο διάστημα· (πρβ. αστροναυτική, αεροναυπηγική). 2. (για πρόσ.) που ασχολείται, που είναι ειδικός στην αεροδιαστημική: ~ μηχανικός.
[λόγ. αερο- + διαστημικός μτφρδ. αγγλ. airspace ή γαλλ. aéro spatial]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροδιαστημικός, -ή, -ό [aero∂iastimikós]
- of aerospace:
- αεροδιαστημική ιατρική aerospace medicine
[der of αεροδιάστημα]
- of aerospace: