Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροδιάδρομος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεροδιάδρομος ο [aeroδiáδromos] Ο19 : οριοθετημένος διάδρομος στην ατμόσφαιρα, μέσα στον οποίο η πτήση αεροσκαφών είναι απόλυτα ελεγχόμενη.

[λόγ. αερο- + διάδρομος μτφρδ. αγγλ. air corridor]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεροδιάδρομος [aero∂iá∂romos] ο, aviat
  • air corridor, airway, flight way.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες