Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αερογέφυρα η [aerojéfira] Ο27 : 1.σύστημα οργάνωσης έκτακτων αεροπορικών μεταφορών: Xιλιάδες στρατιώτες μεταφέρθηκαν μέσο γιγαντιαίας αερογέφυρας στον Περσικό κόλπο. 2. γέφυρα πάνω από δρόμο, σιδηροδρομική γραμμή κτλ.
[λόγ. αερο- + γέφυρα μτφρδ. γερμ. Luftbrücke]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αερογέφυρα [aeroyéfira] η,
- ① transportation or shipping by aircraft to an isolated place, airlift
- ② overpass
[cpd w. γέφυρα]