Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αερογάμης ο [aeroγámis] Ο11 : 1.(λαϊκ.) αυτός που καυχιέται για ανύπαρκτες ερωτικές επιτυχίες. 2. (λαϊκότρ.) το γεράκι.
[αερο- + γαμ(ώ) -ης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αερογάμης [aeroγámis] ο, (& αγερογάμης)
- ① kestrel, the falcon Falco tinnuculus (syn ανεμογάμης 1, κιρκινέζι, σαΐνι)
- ② fig unsuccessful flirter or boaster about non-existent amorous successes (syn ανεμογάμης 2)
[cpd w. γαμώ]