Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροβόλος, -ος, -ο [aerovólos]
- expelling by means of compressed air:
- αεροβόλο όπλο air rifle or gun |
- αεροβόλα ψαροντούφεκα air guns for fishing.
- expelling by means of compressed air: