Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροβόλο το [aerovólo] Ο39 : είδος όπλου που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα. ANT πυροβόλο. || (ως επίθ.): ~ όπλο / πιστόλι / τουφέκι.
[λόγ. αερο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος απόδ. αγγλ. airgun]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροβόλο [aerovólo] το,
- noiseless gun
[cpd w.-βόλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροβόλος, -ος, -ο [aerovólos]
- expelling by means of compressed air:
- αεροβόλο όπλο air rifle or gun |
- αεροβόλα ψαροντούφεκα air guns for fishing.
- expelling by means of compressed air: