Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροβικός -ή -ό [aerovikós] Ε1 : Aεροβική γυμναστική, συνδυασμός γυμναστικών ασκήσεων που απαιτούν αυξημένη κατανάλωση οξυγόνου· αερόμπικ, αεροβίωση 2.
[λόγ. < αγγλ. aerobics < aero- = αερο- + b(i)- < αρχ. β(ίος) -ic(s) = -ικός (ορθογρ. δαν.)]