Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροβατώ [aerovató] Ρ10.9α (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : δεν έχω συναίσθηση της πραγματικότητας, ζω στον κόσμο των ονείρων και των φαντασιώσεών μου· ονειροπολώ: Mήπως δε βλέπουμε σωστά και αεροβατούμε σε απίθανες και φανταστικές περιοχές απραγματοποίητων ονείρων;
[λόγ. < αρχ. ἀεροβατῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροβατώ [aerovató] used in pr only, (L)
- think unrealistically, daydream, build castles in the air, be a dreamer (syn ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ):
- του μιλώ κι αυτός αεροβατεί |
- η προπαγάνδα αεροβατεί the propaganda is unrealistic |
- μήπως ... δεν βλέπουμε σωστά και αεροβατούμε μ' άδικες επικρίσεις; (Psathas) |
- άλλοτε αεροβατούν απίθανα σε φανταστικές περιοχές απραγματοποίητων ονείρων και ανεκπλήρωτων επιδιώξεων (Sachinis)
[fr AG ἀεροβατῶ, der of αεροβάτης]
- think unrealistically, daydream, build castles in the air, be a dreamer (syn ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ):