Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροβασία η [aerovasía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : σκέψεις ή λόγια που δεν έχουν σχέση ή που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα· (πρβ. φαντασιοκοπία, φαντασιοπληξία): Άσε τις αεροβασίες και σκέψου τι θα κάνουμε τώρα.
[λόγ. αερο(βάτης) -βασία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροβασία [aerovasía] η,
- daydreaming, phantasy, chimera:
- έπαρση, αρχαιομανία, ~ανικανότητα προσαρμογής στην ελληνική και στη διεθνή πραγματικότητα (Palaiologos)
[cpd w. -βασία: βαίνω; cf επιβασία, ορειβασία etc]
- daydreaming, phantasy, chimera: