Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροβίωση 1 η [aerovíosi] Ο33 : (βιολ.) η διαβίωση σε περιβάλλον που περιέχει ελεύθερο οξυγόνο. ANT αναεροβίωση.
[λόγ. < νλατ. aerobiosis < aero- = αερο- + αρχ. βί(ος) -osis = -ωσις > -ωση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αεροβίωση 2 η : συστηματική και σκόπιμη (για λόγους προληπτικής υγιεινής) άσκηση και αναψυχή που απαιτεί αυξημένη κατανάλωση οξυγόνου από τον οργανισμό μας (π.χ. πεζοπορία, τρέξιμο κτλ.): H ~ συνιστάται ιδιαίτερα σε όσους κάνουν καθιστική ζωή και καπνίζουν.
[λόγ. < αεροβίωσις 1 κατά τη σημ. του αεροβικός]